- ταμβάκος
- ο, Νβλ. ταμπάκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταμβάκωση — η, Ν ιατρ. δηλητηρίαση που οφείλεται στο κάπνισμα ταμπάκου, καπνού υπό διάφορες μορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταμβάκος + κατάλ. ωση (< ρ. σε ώνω)] … Dictionary of Greek
ταμβακισμός — ο, Ν δηλητηρίαση που οφείλεται στο κάπνισμα ταμπάκου, καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταμβάκος / ταμπάκος + ισμός*] … Dictionary of Greek
ταμπάκος — και λόγιος τ. ταμβάκος, ο, και ως ουδ. ταμπάκο, το, Ν 1. είδος σκόνης που παρασκευάζεται με ειδικό τρόπο από φύλλα καπνού και εισπνέεται από τη μύτη 2. (κατ επέκτ.) λεπτοκομμένος καπνός που χρησιμοποιείται στην κατασκευή χειροποίητων τσιγάρων με… … Dictionary of Greek
ταμπακοθήκη — και λόγιος τ. ταμβακοθήκη, η, Ν μικρή θήκη για την τοποθέτηση ταμπάκου, καπνοθήκη, καπνοσακούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταμπάκος / ταμβάκος + θήκη] … Dictionary of Greek
ταμπακοπώλης — και λόγιος τ. ταμβακοπώλης, ο, Ν πωλητής ειδών καπνίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταμπάκος / ταμβάκος + πώλης*] … Dictionary of Greek